- δεκαρολόγος
- ο1. αυτός που με αναξιοπρεπή τρόπο προσπαθεί να αποκομίσει κέρδη ή που βγάζει μόνο δεκάρες ως κέρδος παρά τις πολλές προσπάθειες2. όποιος στις εμπορικές του συναλλαγές λυπάται ακόμη και τη δεκάρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < δεκάρα + -λόγος < λέγω «συλλέγω». Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.