δεκαρολόγος

δεκαρολόγος
ο
1. αυτός που με αναξιοπρεπή τρόπο προσπαθεί να αποκομίσει κέρδη ή που βγάζει μόνο δεκάρες ως κέρδος παρά τις πολλές προσπάθειες
2. όποιος στις εμπορικές του συναλλαγές λυπάται ακόμη και τη δεκάρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δεκάρα + -λόγος < λέγω «συλλέγω». Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δεκαρολόγος — ο 1. αυτός που με μικροπρεπή και ανέντιμο τρόπο μαζεύει ασήμαντα κέρδη: Αυτός δεν είναι έμπορος, είναι δεκαρολόγος. 2. αυτός που στις δοσοληψίες του είναι εξαιρετικά τσιγκούνης και φειδωλός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που …   Dictionary of Greek

  • δεκαρολογία — η 1. η ιδιότητα τού δεκαρολόγου 2. ενέργεια δεκαρολόγου. [ΕΤΥΜΟΛ. < δεκαρολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • δεκαρολογώ — ( άω) 1. προσπαθώ με αναξιοπρέπεια να συγκεντρώσω χρήματα 2. στις δοσοληψίες μου επιχειρώ να κερδίσω ακόμη και τα πιο ασήμαντα χρηματικά ποσά. [ΕΤΥΜΟΛ. < δεκαρολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • δεκαρολογώ — ησα, μαζεύω δεκάρες με ταπεινό και ανέντιμο τρόπο, είμαι δεκαρολόγος: Πολλές εφημερίδες προσπαθούν να ανεβάσουν τις πωλήσεις τους δεκαρολογώντας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”